Friday 26 December 2008

Ελληνικά τραγούδια για τροχαία ατυχήματα

Πριν από κάμποσες εβδομάδες παρακολούθησα, μάλλον τυχαία, μια διάλεξη του Τάσου Μαρκουίζου -κατά πολύ γνωστότερου ως Ιαβέρη- παλαίμαχου οδηγού αυτοκινήτων σε αγώνες ράλι. Ο Ιαβέρης απ' όσο γνωρίζω τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί σε μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης των νέων, κυρίως, ανθρώπων απέναντι στα αυτοκινητιστικά και μοτοσυκλετιστικά δυστυχήματα. Γυρίζει -αφιλοκερδώς μάλλον, όχι ότι έχει σημασία- σε σχολεία, πανεπιστήμια, στρατόπεδα και όπου αλλού τον καλούν ανά την Ελλάδα και μιλάει με πάθος, ζωντάνια, ελευθεροστομία αλλά πάνω απ' όλα γνώση για θέματα οδηγικής ασφάλειας. Αναπληρώνει ουσιαστικά όσο μπορεί και όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του αυτό που το ελληνικό κράτος αρνείται ή είναι ανίκανο να δώσει στους πολίτες του: οδηγική παιδεία..!


Με αφορμή αυτή την εντελώς αφυπνιστική μου συνάντηση με τον Ιαβέρη, μου ήρθε στο μυαλό μια σκέψη που και παλαιότερα με είχε απασχολήσει: ποια είναι η στάση του ελληνικού τραγουδιού απέναντι σε ένα θέμα τόσο επίκαιρο και σημαντικό για τη σημερινή κοινωνία (δεν προστρέχω σε στατιστικές αλλά είναι μάλλον κοινός τόπος ότι ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώνονται ετησίως στους ελληνικούς δρόμους συναντάται μονάχα σε χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση); Αναζητώντας την απάντηση ανέτρεξα στη δισκοθήκη μου, αλλά και από μνήμης, φτάνοντας στο συμπέρασμα ότι τα τραγούδια που ασχολούνται σοβαρά και αποκλειστικά με το συγκεκριμένο θέμα είναι μάλλον ελάχιστα…


Αρχικά δε μπορώ παρά να μνημονεύσω δύο τραγούδια του Λάκη Παπαδόπουλου των αρχών της δεκαετίας του '80, τον περίφημο "Κουρσάρο" σε στίχους του Παύλου Μάτεσι και το "Ιωάννα Και Μαριέττα" σε στίχους του Γιώργου Χρονά. Αμφότερα μιλάνε για σκοτωμούς νέων ανθρώπων με μηχανές. Ωστόσο ο τρόπος αντιμετώπισης και των δύο στιχουργών φαίνεται να καθιστά εν τέλει αυτούς τους θανάτους σχεδόν ηρωικούς, ενώ το κοινωνικό φαινόμενο των τροχαίων προσεγγίζεται από ελάχιστα έως καθόλου. Και τα δύο αυτά τραγούδια γνώρισαν επιτυχία στην εποχή τους και κυρίως ο Κουρσάρος. Αν δεν απατώμαι σ' αυτά αναφέρεται ο Πανούσης το 1985 όταν λέει «Όχι άλλα τραγούδια με μοτοσικλέτες» ("Όχι Άλλο Νταλάρα").


Σε άλλα τραγούδια τα τροχαία ατυχήματα φαίνονται να συναντώνται είτε σαν μεταφορές ενός σφοδρού και επίπονου έρωτα:


«Ντελαπάρισ' η καρδιά μου

μες στο διάβα σου
αμάν δυστύχημα»

("Το Τροχαίο" των Νίκο Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη)

και

«Μα τα τριαντάφυλλα που σου έστειλα λίγο έλειψε

χαράματα να σκοτωθούν σ' ένα τροχαίο»

(Χρήστος Θηβαίος, "Γυναίκα" απ' τον δίσκο Είμαι Αυτό Που Κυνηγάω),


είτε σαν αναφορές ή απλοί υπαινιγμοί:


«Μου λέει μην αμφιβάλλεις μια στιγμή, μέσα σου υπάρχει μια ευθεία γραμμή
Που αν δεν την πάρεις γίνεσαι ακόμα ένα τροχαίο το Πάσχα»

(Φοίβος Δεληβοριάς, "Τρένο Στην Κορυφογραμμή" απ' τον δίσκο Ο Καθρέφτης)

ή

«Τυφλές αρραβωνιαστικιές, αόμματοι λαχειοπώλες
σκοτώνονται σε καραμπόλες.»

(Θάνος Μικρούτσικος- Κώστας Τριπολίτης, "Ηλεκτρικό Πρόβατο" απ' τον δίσκο Όλα Από Χέρι Καμένα).

Ο Κώστας Τριπολίτης θα επανέλθει στο θέμα λίγα χρόνια αργότερα με πιο άμεσο κι ευθύβολο τρόπο στο τραγούδι "Πληροφορίες" σε μουσική του Τάκη Μπουγά απ' τον προσωπικό δίσκο της Τάνιας Τσανακλίδου Αλλιώτικη Μέρα:


«Δέκα τροχαία
Κι εσύ γελάς
Κι εσύ γελάς με βίντεο και σεξ
Με την παρέα
».


Ωστόσο τραγούδια που να έχουν ως αποκλειστικό τους θέμα τα τροχαία κατάφερα να βρω μόνο τρία, που το καθένα παραδόξως διαθέτει διαφορετικό ύφος και οπτική γωνία. Τα δύο πρώτα είναι από τον δίσκο Σελοτέιπ του 1997 σε μουσική του Πέτρου Βαγιόπουλου και στίχους του Μανώλη Ρασούλη, ενώ το τρίτο είναι σε στίχους και μουσική του Γιάννη Μηλιώκα από την τελευταία του μέχρι σήμερα δισκογραφική δουλειά με τίτλο Νομίζω του 1998.


Ο δαιμόνιος Ρασούλης με τις κοινωνικά υπερευαίσθητες κεραίες μπόρεσε έγκαιρα να διαγνώσει το πρόβλημα και με το γνωστό του ακτιβιστικό τρόπο έγραψε δύο τραγούδια σε διανοητική βάση, βασισμένα στην υπόθεση εργασίας ότι κάποιος που σκοτώνεται σ' ένα τροχαίο, εκτός απ' το να χάσει τη ζωή του εντελώς ηλίθια, καταφέρνει και να ρίξει τον ή την αγαπημένη του σε μια άλλη αγκαλιά[1].

Στο πρώτο τραγούδι με τίτλο "Τάσος Ο Τροχοτυχαίος" ο Ρασούλης επιχειρεί να προσεγγίσει την ιστορία με ελαφρύ και χιουμοριστικό τρόπο. Ο Τάσος ο τυχαίος Νεοέλληνας, όντας απόλυτα σίγουρος για τις οδηγικές του ικανότητες, και όχι μόνο, έπεσε θύμα τροχαίου, χωρίς φυσικά να φταίει αυτός (ποτέ!): «Μια κολώνα έτρεχε/ και τράκαρε ένα αμάξι». Φυσικό επακόλουθο ο θάνατος και νάτη η νέα χήρα να κλαίει στην αγκαλιά κάποιου άλλου άντρα. Ο αφηγητής αντιμετωπίζει με σαρκασμό την κουταμάρα του οδηγού, αλλά ακόμα κι έτσι δε μπορεί παρά να λυπηθεί για την άδοξη αυτή αναχώρηση και να τον κατευοδώσει: «Ας γίνω χώμα ελαφρύ γλυκά να σε σκεπάσω/ να σου θυμίζω επίμονα: πολύ βιαζόσουν Τάσο».


Στο δεύτερο τραγούδι που ονομάζεται "Βασίλισσα Της Λύπης", μουσικά και στιχουργικά επιλέγεται ένας τόνος αρκετά πιο μελαγχολικός. Εδώ, σαν σε συνέχεια της προηγούμενης ιστορίας, ο άδοξα χαμένος οδηγός επιστρέφει, προσπαθώντας να στοιχειώσει τη ζωή της γυναίκας του και ζητώντας της να του μείνει πιστή, να μην τον προδώσει. Εκείνη όμως του απαντάει θλιβερά και εύστοχα με τα εξής λόγια:


«Τώρα με άλλονε μα δε σε ξεχνώ

τάφο δε κάνω την καρδιά μου όσο ζω

κι έτσι θα ζεις βαθιά μου ενώ,

όταν πατούσες γκάζι δε με σκέφτηκες

και με τη φρίκη πήγες κλέφτηκες

κι ούτε που σκέφτηκες

πως τα αμάξια δεν πετούν στον ουρανό

κι ο έρωτας δε ζει μες στο κενό.»


Το τραγούδι του Μηλιώκα σε αντίθεση με αυτά του Ρασούλη είναι ξεκάθαρα βιωματικό. Περιγράφει με τον χαρακτηριστικό και αξιοθαύμαστα άμεσο τρόπο του αυτό που υποδηλώνει ο τίτλος (Η Στούκα): «Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου/ φορούσε κόκκινο αμάξι/ όρμησε μέσα στη λωρίδα μου/ κι άπλωσε χέρια να μ' αρπάξει». Μαζί του στο αυτοκίνητο ο αφηγητής είχε τους πιο πολύτιμους γι' αυτόν ανθρώπους: τη γυναίκα και την κόρη του. «Βασίλισσα» και «πριγκίπισσα» τις αποκαλεί τρυφερά και παραδέχεται με τρόμο πως «η ζωή μας η ηλιόλουστη/ κορώνα-γράμματα παιζόταν». Οι γλαφυρές περιγραφές του συμβάντος κυλάνε στο τραγούδι αργά και βασανιστικά σαν τις στιγμές που λένε ότι βιώνει κάποιος ακριβώς πριν τη σύγκρουση. Το τέλος της ιστορίας είναι μεν ευχάριστο, αφού άπαντες βγαίνουν αλώβητοι, αλλά χωρίς καμία ωραιοποίηση ή θριαμβολογία. Ο αφηγητής δε ξεχνάει να μνημονεύσει μακάβρια αλλά και με θαυμαστή επίγνωση ότι: «Τώρα που γράφω θα βρισκόμασταν/ για τρίτη νύχτα μες στο χώμα», ενώ η συνέχεια είναι το επιμύθιο που μόνο κάποιος που το έχει ζήσει μπορεί να το πει χωρίς να ακουστεί διδακτικό: «μα είχαμε ζώνες και γλιτώσαμε/ με μελανιές σ' όλο το σώμα»


Υ.Γ. Δεν είχα καμία διάθεση να μαυρίσω τις ψυχές σας χριστουγεννιάτικά με ένα τόσο στενάχωρο θέμα. Η παρούσα ανάρτηση είθε να λειτουργήσει σαν εξορκισμός. Καλές γιορτές!



[1] Να τι λέει ο ίδιος ο Ρασούλης σε συνέντευξή του στον Αποστόλη Καπαρουδάκη, δημοσιευμένη τον Αύγουστο του '97 στο περιοδικό Μετρό: «…Αν δε τους τα πεις στα καλιαρντά δε σε καταλαβαίνουν, Τους Έλληνες οδηγούς τους παρατηρείς και βλέπεις ότι οι άνθρωποι δε στέκουνε καλά. Ο οδηγός που βρίσκεται στο τιμόνι νομίζει ότι είναι πιο πάνω από τον πεζό. Πατάει γκάζι και σ' εκβιάζει. Οφείλεις να πηδήξεις για να τον αποφύγεις. Μετά σκοτώνονται στους δρόμους κάθε Σαββατοκύριακο πιο πολλοί απ΄ όσους σκοτωθήκανε στην Αλβανία από τότε που πιάσανε τα όπλα. Έχει γίνει η σαχλαμάρα, το "χαβαλές για το χαβαλέ" το σούπερ φετίχ μας. Ε, μ' αυτή την έννοια έχω δικαίωμα από αγάπη να του κάνω του άλλου πλάκα. Να του πω "Μαλάκα πρόσεχε, ελάττωσε ταχύτητα γιατί θα σκοτωθείς και μετά από τρία χρόνια η γυναίκα σου θα πηδιέται μ' άλλον…».

No comments: